μειρακισκη

μειρακισκη
    μειρακίσκη
    μειρᾰκίσκη
    ἥ маленькая девочка Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μειρακισκη" в других словарях:

  • μειρακίσκη — μειρακίσκη, ἡ (Α) [μείραξ] 1. μικρό κορίτσι, κοριτσάκι 2. (ειρωνικά) κοριτσόπουλο …   Dictionary of Greek

  • μειρακίσκη — little girl fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακίσκην — μειρακίσκη little girl fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακίσκης — μειρακίσκη little girl fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»